4. Ὥστε, ἀδελφοί μου, καὶ σεῖς θανατωθήκατε ὡς πρὸς τὸν νόμον διὰ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ διὰ νὰ συνδεθῆτε μὲ ἄλλον, μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, διὰ νὰ φέρωμε καρπὸν διὰ τὸν Θεόν.
5. Ὅταν ἐζούσαμε ζωὴν σαρκικήν, τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη μας, διεγειρόμενα ἐξ αἰτίας τοῦ νόμου, ἐνεργοῦσαν εἰς τὰ μέλη μας ὥστε νὰ φέρουν καρποὺς διὰ τὸν θάνατον.
6. Τώρα ὅμως ἐλευθερωθήκαμε ἀπὸ τὸν νόμον, ἐπειδὴ ἐπεθάναμε ὡς πρὸς τὸν νόμον ποὺ μᾶς ἐκρατοῦσε αἰχμαλώτους, καὶ ἔτσι ὑπηρετοῦμεν εἰς τὴν νέαν ζωὴν τοῦ Πνεύματος καὶ ὄχι κάτω ἀπὸ τὸν παλαιὸν γραπτὸν κώδικα.
7. Τί θὰ ποῦμε λοιπόν; Ὅτι ὁ νόμος εἶναι ἁμαρτία; Μὴ γένοιτο, ἀλλὰ τὴν ἁμαρτίαν δὲν θὰ τὴν εἶχα γνωρίσει παρὰ διὰ τοῦ νόμου. Καὶ τὴν ἐπιθυμίαν τὴν κακὴν δὲν θὰ τὴν ἤξερα, ἐὰν ὁ νόμος δὲν ἔλεγε: Νὰ μὴ ἐπιθυμήσῃς.
8. Διὰ τῆς ἐντολῆς ἐκείνης εὑρῆκε τὴν εὐκαιρίαν ἡ ἁμαρτία καὶ ἐξύπνησε μέσα μου κάθε κακὴν ἐπιθυμίαν, διότι χωρὶς νόμον ἡ ἁμαρτία εἶναι νεκρή.