8. διότι ἂν καὶ σᾶς ἐλύπησα μὲ τὴν ἐπιστολήν μου, δὲν μετανοῶ — ἂν καὶ εἶχα μετανοήσει — διότι βλέπω ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἐκείνη, ἔστω καὶ προσωρινῶς, σᾶς ἐλύπησε.
9. Τώρα χαίρω, ὄχι διότι λυπηθήκατε, ἀλλὰ διότι ἡ λύπη σας κατέληξε εἰς μετάνοιαν. Ἐλυπηθήκατε ὅπως θέλει ὁ Θεός, ὥστε δὲν ζημιωθήκατε σὲ τίποτε ἀπὸ μᾶς.
10. — Διότι ἡ λύπη, ὅπως τὴν θέλει ὁ Θεός, παράγει μετάνοιαν, ἡ ὁποία καταλήγει εἰς σωτηρίαν, διὰ τὴν ὁποίαν κανεὶς ποτὲ δὲν μετανοεῖ. Ἡ λύπη ὅμως ἡ κοσμικὴ παράγει θάνατον. —
11. Βλέπετε, ἀκριβῶς τὸ ὅτι ἐλυπηθήκατε ὅπως θέλει ὁ Θεός, πόσην προθυμίαν ἔχει παραγάγει μέσα σας, πόσην ἀνάγκην ἀπολογίας, πόσην ἀγανάκτησιν, πόσον φόβον, πόσον πόθον, πόσον ζῆλον, πόσην ἐπιθυμίαν τιμωρίας τοῦ κακοῦ. Μὲ κάθε τρόπον ἐδείξατε ὅτι εἶσθε ἀθῶοι εἰς αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν.