14. διὰ νὰ ἔλθῃ ἡ εὐλογία τοῦ Ἀβραὰμ εἰς τοὺς ἐθνικοὺς διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ λάβωμεν τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ Πνεύματος διὰ τῆς πίστεως.
15. Ἀδελφοί, θὰ σᾶς μιλήσω μὲ ἕνα ἀνθρώπινον παράδειγμα. Μίαν ἐπικυρωμένην διαθήκην ἑνὸς ἀνθρώπου κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀκυρώσῃ ἢ νὰ προσθέσῃ κάτι.
16. Εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ Ἀβραάμ, αἱ ὑποσχέσεις ἐγένοντο εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τὸν ἀπόγονόν του. Δὲν λέγει, «καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους» σὰν νὰ ἐπρόκειτο περὶ πολλῶν ἀλλὰ περὶ ἑνός· «Καὶ εἰς τὸν ἀπόγονόν σου», ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Χριστός.
17. Ἐννοῶ δὲ τὸ ἑξῆς: Ὁ νόμος ὁ ὁποῖος ἦλθε μετὰ τετρακόσια τριάντα ἔτη δὲν μπορεῖ νὰ ἀκυρώσῃ μίαν διαθήκην, ἡ ὁποία εἶχε ἐπικυρωθῆ προηγουμένως ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀναφέρεται εἰς τὸν Χριστόν, ὥστε νὰ καταργήσῃ τὴν ὑπόσχεσιν.