4. Διότι εἶπε κάπου περὶ τῆς ἑβδόμης ἡμέρας τὰ ἑξῆς: Καὶ ἀναπαύθηκε ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἔργα του·
5. καὶ ἐδῶ πάλιν λέγει: Δὲν θὰ εἰσέλθουν ποτὲ εἰς τὴν ἀνάπαυσίν μου.
6. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἀπομένει νὰ εἰσέλθουν μερικοὶ εἰς αὐτὴν καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἄκουσαν τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα προηγουμένως, δὲν ἐμπῆκαν ἐξ αἰτίας ἀπειθείας,
7. πάλιν ὁρίζει μίαν ἡμέραν, Σήμερα, ὅταν λέγῃ διὰ τοῦ Δαυΐδ, ὕστερα ἀπὸ τόσον χρόνον, καθὼς προείπαμε, Σήμερα, ἐὰν ἀκούσετε τὴν φωνήν του, νὰ μὴ σκληρύνετε τὶς καρδιές σας.