19. καὶ εἶπε, «Δῶστε καὶ σ᾽ ἐμὲ τὴν ἐξουσίαν αὐτὴν διὰ νὰ λαβαίνῃ Πνεῦμα Ἅγιον ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ ἔθετα ἐπάνω του τὰ χέρια».
20. Τότε ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε, «Τὸ χρῆμά σου νὰ χαθῇ μαζὶ μ᾽ ἐσένα, διότι ἐνόμισες ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσῃς μὲ χρήματα τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ.
21. Δὲν ἔχεις μερίδα οὔτε κλῆρον εἰς τὸ πρᾶγμα τοῦτο, διότι ἡ καρδιά σου δὲν εἶναι εὐθεῖα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
22. Μετανόησε λοιπὸν ἀπὸ τὴν κακίαν σου αὐτὴν καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸν μήπως σοῦ συγχωρηθῇ αὐτὸ ποὺ ἐσκέφθηκε ἡ καρδιά σου,