3. Ὅταν αὐτὸς εἶδε ὅτι ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ἐπρόκειτο νὰ μποῦν εἰς τὸν ναόν, παρακαλοῦσε δι᾽ ἐλεημοσύνην.
4. Ὁ Πέτρος προσήλωσε τὸ βλέμμα του εἰς αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννην, καὶ εἶπε, «Κύτταξέ μας».
5. Ἐκεῖνος ἔδωσε ὅλην του τὴν προσοχὴν διότι ἐπερίμενε νὰ πάρῃ κάτι ἀπ᾽ αὐτούς.
6. Ὁ δὲ Πέτρος εἶπε, «Ἀσῆμι καὶ χρυσάφι δὲν ἔχω· ἀλλ᾽ ἐκεῖνο ποὺ ἔχω σοῦ τὸ δίνω· εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου σήκω καὶ περπάτησε».
7. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ δεξὶ χέρι, τὸν ἐσήκωσε· ἀμέσως δὲ ἐστερεώθηκαν τὰ πόδια του καὶ οἱ ἀστράγαλοι,
8. καὶ μ᾽ ἕνα πήδημα ἐσηκώθηκε ὀρθὸς καὶ περπατοῦσε καὶ ἐμπῆκε μαζί τους εἰς τὸν ναόν, περιπατῶν καὶ πηδῶν καὶ δοξολογῶν τὸν Θεόν.
9. Ὅλος ὁ λαὸς τὸν εἶδε νὰ περπατῇ καὶ νὰ δοξολογῇ τὸν Θεὸν