4. Ὅταν οἱ ἰθαγενεῖς εἶδαν τὸ φίδι νὰ κρέμεται ἀπὸ τὸ χέρι του, ἔλεγαν μεταξύ τους: «Ἐξάπαντος φονηὰς πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἀφοῦ ἐνῷ ἐξέφυγε ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἡ θεία δίκη δὲν τὸν ἄφησε νὰ ζήσῃ».
5. Ἀλλ᾽ ὁ Παῦλος ἐτίναξε τὸ φίδι στὴν φωτιὰ καὶ δὲν ἔπαθε τίποτε.
6. Ἐκεῖνοι ἐπερίμεναν νὰ πρησθῇ ἢ νὰ πέσῃ ἔξαφνα νεκρός, ἀλλ᾽ ἀφοῦ ἐπερίμεναν πολλὴν ὥραν χωρὶς νὰ ἰδοῦν νὰ τοῦ συμβῇ κανένα κακό, ἄλλαξαν γνώμην καὶ ἔλεγαν ὅτι εἶναι θεός.