6. Καὶ τώρα στέκομαι ἐδῶ καὶ δικάζομαι διὰ τὴν ἐλπίδα μου εἰς τὴν ὑπόσχεσιν ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τοὺς πατέρας μας,
7. εἰς τὴν ὁποίαν αἱ δώδεκα φυλαί μας ἐλπίζουν νὰ καταλήξουν μὲ τὴν ἀδιάκοπον λατρείαν τους ἡμέραν καὶ νύχτα. Γι᾽ αὐτὴν τὴν ἐλπίδα κατηγοροῦμαι, βασιλεῦ Ἀγρίππα, ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους.
8. Γιατί θεωρεῖται ἀπὸ σᾶς ἀπίστευτον, ὅτι ὁ Θεὸς ἀνασταίνει νεκρούς;
9. Καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος ἐνόμισα ὅτι ἔπρεπε νὰ κάνω πολλὰ ἐναντίον τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου.
10. Αὐτὸ καὶ ἔκανα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἔκλεισα εἰς τὰς φυλακάς, λαβὼν τὴν ἐξουσίαν ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς, καὶ ὅταν ἐπρόκειτο νὰ σκοτωθοῦν, ἔδωκα καταδικαστικὴν ψῆφον,