18. Ὅταν παρουσιάσθηκαν οἱ κατήγοροι, δὲν ἔφεραν καμμίαν κατηγορίαν ἀπὸ ἐκείνας ποὺ ἐγὼ ἐπερίμενα,
19. ἀλλ᾽ εἶχαν διαφορὰς μαζί του διὰ ζητήματα σχετικὰ μὲ τὴν δικήν τους θρησκείαν καὶ γιὰ κάποιον Ἰησοῦν, ποὺ εἶχε πεθάνει, ἀλλ᾽ ὁ Παῦλος ἔλεγε ὅτι ζῆ.
20. Ἐπειδὴ δὲν ἤξερα πῶς νὰ ἐξετάσω τέτοια ζητήματα, ἐρώτησα ἐὰν ἤθελε νὰ μεταβῇ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ δικασθῇ ἐκεῖ.
21. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Παῦλος ἐπεκαλέσθη νὰ ἀφεθῇ εἰς τὴν κρίσιν τοῦ Σεβαστοῦ, διέταξα νὰ τὸν φυλάττουν, ἕως ὅτου τὸν στείλω εἰς τὸν Καίσαρα».
22. Τότε ὁ Ἀγρίππας εἶπε εἰς τὸν Φῆστον, «Θὰ ἤθελα νὰ ἀκούσω καὶ ἐγὼ τὸν ἄνθρωπον». Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Αὔριον θὰ τὸν ἀκούσῃς».
23. Τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἦλθε ὁ Ἀγρίππας καὶ ἡ Βερνίκη μὲ μεγάλην πομπὴν καὶ ἐμπῆκαν εἰς τὴν αἴθουσαν τῶν ἀκροάσεων μαζὶ μὲ τοὺς χιλιάρχους καὶ τοὺς προύχοντας τῆς πόλεως καὶ κατὰ διαταγὴν τοῦ Φήστου ἔφεραν τὸν Παῦλον.