21. ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἕνα αὐτὸ πρᾶγμα ποὺ ἐφώναξα, ὅταν ἔστεκα μεταξύ τους, δηλαδή, «Διὰ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν δικάζομαι ἀπὸ σᾶς σήμερα».
22. Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ Φῆλιξ, ἀνέβαλε τὴν δίκην, διότι ἐγνώριζε ἀκριβέστερα τὰ σχετικὰ πρὸς τὴν διδασκαλίαν, καὶ εἶπε, «Ὅταν κατεβῇ ὁ Λυσίας ὁ χιλίαρχος, θὰ ἀποφασίσω ἐπὶ τῆς ὑποθέσεώς σας».
23. Διέταξε δὲ τὸν ἑκατόνταρχον νὰ κρατῇ ὑπὸ ἐπιτήρησιν τὸν Παῦλον καὶ νὰ τοῦ παρέχῃ εὐκολίαν καὶ νὰ μὴ ἐμποδίζῃ κανένα ἀπὸ τοὺς φίλους του νὰ τὸν ὑπηρετῇ ἢ νὰ τὸν ἐπισκέπτεται.
24. Ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ἦλθε ὁ Φῆλιξ μαζὶ μὲ τὴν σύζυγόν του Δρουσίλλαν, ἡ ὁποία ἦτο Ἰουδαία, καὶ καλέσας τὸν Παῦλον, τὸν ἄκουσε νὰ τοῦ μιλῇ περὶ πίστεως εἰς τὸν Χριστόν.