26. Ἄνδρες ἀδελφοί, ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὅσοι μεταξύ σας εἶσθε ἐκ τῶν φοβουμένων τὸν Θεόν, σ᾽ ἐσᾶς ἐστάλη τὸ κήρυγμα τῆς σωτηρίας αὐτῆς·
27. διότι οἱ κατοικοῦντες τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ οἱ ἄρχοντές των ἠγνόησαν αὐτόν, καὶ ἔτσι καταδικάσαντες αὐτὸν ἐπραγματοποίησαν τὰ λόγια τῶν προφητῶν ποὺ διαβάζονται κάθε Σάββατον,
28. καὶ χωρὶς νὰ βροῦν καμμίαν αἰτίαν θανάτου, ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Πιλᾶτον νὰ θανατωθῇ.
29. Ὅταν ἐξεπλήρωσαν ὅλα ὅσα εἶχαν γραφῆ δι᾽ αὐτόν, τὸν κατέβασαν ἀπὸ τὸν σταυρὸν καὶ τὸν ἔβαλαν σὲ μνημεῖον.
30. Ὁ Θεὸς ὅμως τὸν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν,
31. καὶ κατὰ τὸ διάστημα πολλῶν ἡμερῶν ἐφανερώθηκε εἰς ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀνεβῆ μαζί του ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ οἱ ὁποῖοι εἶναι μάρτυρές του εἰς τὸν λαόν.
32. Καὶ ἐμεῖς σᾶς φέρομεν τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα, ὅτι τὴν ὑπόσχεσιν, ποὺ ἔδωκε ὁ Θεὸς εἰς τοὺς πατέρας,
33. τὴν ἐπραγματοποίησε σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἀπογόνους των μὲ τὸ νὰ ἀναστήσῃ τὸν Ἰησοῦν, ὅπως εἶναι γραμμένον καὶ εἰς τὸν δεύτερον Ψαλμόν: Υἱός μου εἶσαι σύ, ἐγὼ σήμερα σὲ ἐγέννησα.
34. Ὅτι δὲ τὸν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν διὰ νὰ μὴ ἐπιστρέψῃ ποτὲ εἰς τὴν φθοράν, τὸ εἶπε ὡς ἑξῆς: Θὰ σᾶς δώσω τὰς ἱερὰς καὶ βεβαίας εὐλογίας ποὺ ὑποσχέθηκα εἰς τὸν Δαυΐδ.
35. Διὰ τοῦτο καὶ εἰς ἄλλον Ψαλμὸν λέγει: Δὲν θὰ ἐπιτρέψῃς ὁ ὅσιός σου νὰ ἰδῇ φθοράν.