46. ἐπειδὴ τοὺς ἄκουαν νὰ μιλοῦν γλώσσας καὶ νὰ δοξολογοῦν τὸν Θεόν.
47. Τότε εἶπε ὁ Πέτρος, «Μήπως μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐμποδίσῃ τὸ νερὸ ὥστε νὰ μὴ βαπτισθοῦν αὐτοὶ ποὺ ἔλαβαν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὅπως καὶ ἐμεῖς;».
48. Καὶ τοὺς διέταξε νὰ βαπτισθοῦν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Τότε τὸν παρεκάλεσαν νὰ παραμείνῃ μερικὲς ἡμέρες.