11. Σᾶς λέγω, ὅτι πολλοὶ θὰ ἔλθουν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν καὶ τὴν Δύσιν καὶ θὰ καθήσουν εἰς τὸ τραπέζι μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακὼβ εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν,
12. ἐνῷ τὰ παιδιὰ τῆς βασιλείας θὰ ριφθοῦν ἔξω εἰς τὸ σκοτάδι. Ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν».
13. Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν ἑκατόνταρχον, «Πήγαινε καὶ ἂς σοῦ γίνῃ ὅπως ἐπίστεψες». Καὶ ἐθεραπεύθηκε ὁ δοῦλος κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην.
14. Ὅταν ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν οἰκείαν τοῦ Πέτρου, εἶδε τὴν πενθεράν του κατάκοιτην καὶ μὲ πυρετόν.
15. Καὶ μόλις ἔπιασε τὸ χέρι της, τὴν ἄφησε ὁ πυρετὸς καὶ ἐσηκώθηκε καὶ τοὺς ὑπηρετοῦσε.