18. διότι ἤξερε ὅτι ἀπὸ φθόνον τὸν εἶχαν παραδώσει.
19. Ἐνῷ δὲ ἐκαθότανε εἰς τὴν δικαστικὴν ἕδραν, τοῦ ἔστειλε ἡ σύζυγός του μήνυμα καὶ τοῦ ἔλεγε, «Μὴ κάνῃς τίποτε εἰς ἐκεῖνον τὸν ἀθῶον, διότι ὑπέφερα πολὺ σήμερα εἰς τὸ ὄνειρόν μου ἐξ αἰτίας του».
20. Οἱ ἀρχιερεῖς ὅμως καὶ οἱ πρεσβύτεροι κατώρθωσαν νὰ πείσουν τὸν ὄχλον νὰ ζητήσουν τὸν Βαραββᾶν τὸν δὲ Ἰησοῦν νὰ ἐξολοθρεύσουν.
21. Ὁ ἡγεμὼν πάλιν τοὺς εἶπε, «Ποιόν θέλετε ἀπὸ τοὺς δύο νὰ σᾶς ἀφήσω ἐλεύθερον;». Αὐτοὶ δὲ εἶπαν, «Τὸν Βαραββᾶν».
22. Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Πιλᾶτος, «Τί λοιπὸν νὰ κάνω τὸν Ἰησοῦν, τὸν λεγόμενον Χριστόν;». Ὅλοι τοῦ ἔλεγαν, «Νὰ σταυρωθῇ».
23. Ἀλλ᾽ ὁ ἡγεμὼν εἶπε, «Τί κακὸν λοιπὸν ἔκανε;». Αὐτοὶ δὲ περισσότερον ἐφώναζαν, «Νὰ σταυρωθῇ».
24. Ὅταν εἶδε ὁ Πιλᾶτος ὅτι ὅλα εἶναι ἀνώφελα, μᾶλλον δὲ θόρυβος γίνεται, ἐπῆρε νερό, ἔπλυνε τὰ χέρια του ἐμπρὸς εἰς τὸν ὄχλον καὶ εἶπε, «Εἶμαι ἀθῶος ἀπὸ τὸ αἷμα τούτου. Εἶναι δική σας δουλειά».