38. Ὅπως, δηλαδή, κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ, οἱ ἄνθρωποι ἔτρωγαν καὶ ἔπιναν, ἐνυμφεύοντο καὶ ὑπανδρεύοντο ἕως τὴν ἡμέραν ποὺ ἐμπῆκε ὁ Νῶε εἰς τὴν κιβωτὸν
39. καὶ δὲν ὑπωπτεύοντο τίποτε ἕως ὅτου ἦλθε ὁ κατακλυσμὸς καὶ τοὺς ἅρπαξε ὅλους, ἔτσι θὰ συμβῇ καὶ κατὰ τὸν ἐρχομὸν τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
40. Τότε δύο θὰ βρίσκωνται εἰς τὸ χωράφι, ὁ ἕνας παραλαμβάνεται καὶ ὁ ἄλλος ἀφήνεται.
41. Δύο γυναῖκες θὰ ἀλέθουν εἰς τὸν μύλον, ἡ μία παραλαμβάνεται, ἡ ἄλλη ἀφήνεται.