Κατα Ματθαιον 21:12-31 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

12. Καὶ ὅταν ἐμπῆκε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ, ἔδιωξε ἔξω ὅλους ἐκείνους, ποὺ ἐπωλοῦσαν καὶ ἀγόραζαν εἰς τὸν ναὸν καὶ ἀναποδογύρισε τὰ τραπέζια τῶν ἀργυραμοιβῶν καὶ τὰ καθίσματα ἐκείνων, ποὺ ἐπωλοῦσαν τὰ περιστέρια.

13. Καὶ τοὺς εἶπε, «Εἶναι γραμμένον, Ὁ οἶκός μου θὰ ὀνομάζεται οἶκος προσευχῆς, σεῖς ὅμως τὸν ἐκάνατε φωληὰ ληστῶν».

14. Καὶ ἦλθαν πρὸς αὐτόν, εἰς τὸν ναόν, τυφλοὶ καὶ κουτσοὶ καὶ τοὺς ἐθεράπευσε.

15. Ὅταν εἶδαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς τὰ θαύματα τὰ ὁποῖα ἔκανε, καὶ τὰ παιδιὰ νὰ φωνάζουν εἰς τὸν ναὸν καὶ νὰ λέγουν, «Ὡσαννὰ εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Δαυΐδ», ἀγανάκτησαν

16. καὶ τοῦ εἶπαν, «Ἀκοῦς τί αὐτοὶ λέγουν;», ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς λέγει, «Ναί. Ποτὲ δὲν ἐδιαβάσατε, ὅτι Ἀπὸ τὸ στόμα τῶν νηπίων καὶ ἐκείνων ποὺ θηλάζουν ἔκανες τέλειον ὕμνον;».

17. Καὶ ὅταν τοὺς ἄφησε, ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν πόλιν εἰς τὴν Βηθανίαν καὶ ἐκεῖ διενυκτέρευσε.

18. Τὸ πρωΐ, ὅταν ἐπέστρεψε εἰς τὴν πόλιν, ἐπείνασε.

19. Καὶ ὅταν εἶδε μιὰ συκιὰ εἰς τὸν δρόμον, ἦλθε πλησίον της ἀλλὰ δὲν εὑρῆκε εἰς αὐτὴν παρὰ μόνον φύλλα, καὶ τῆς λέγει, «Ποτὲ πλέον νὰ μὴ γίνῃ καρπὸς ἀπὸ σέ». Καὶ ἐξεράθηκε ἀμέσως ἡ συκιά.

20. Καὶ ὅταν εἶδαν οἱ μαθηταί, ἐθαύμασαν καὶ ἔλεγαν, «Πῶς ἀμέσως ἐξεράθηκε ἡ συκιά».

21. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἐὰν ἔχετε πίστιν καὶ δὲν ἀμφιβάλλετε, ὄχι μόνον τὸ θαῦμα τῆς συκιᾶς θὰ κάνετε, ἀλλὰ καὶ ἂν πῆτε εἰς τὸ βουνὸ τοῦτο, «Σήκω καὶ πήγαινε εἰς τὴν θάλασσαν», θὰ γίνῃ.

22. Καὶ ὅλα, ὅσα ζητήσετε εἰς τὴν προσευχήν, ἐὰν πιστεύετε, θὰ τὰ λάβετε».

23. Καὶ ὅταν ἦλθε εἰς τὸν ναόν, τὸν ἐπλησίασαν, ἐνῷ ἐδίδασκε, οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ, καὶ τοῦ εἶπαν, «Μὲ ποιάν ἐξουσίαν κάνεις αὐτά, καὶ ποιός σοῦ ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν αὐτήν;».

24. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Θὰ σᾶς κάνω καὶ ἐγὼ μίαν ἐρώτησιν, καὶ ἐὰν μοῦ ἀπαντήσετε, θὰ σᾶς πῶ καὶ ἐγὼ μὲ ποιάν ἐξουσίαν κάνω αὐτά.

25. Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἀπὸ ποῦ ἦτο; Ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἢ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους;». Αὐτοὶ συζητοῦσαν μεταξύ τους καὶ ἔλεγαν, «Ἐὰν ποῦμε, «Ἀπὸ τὸν οὐρανόν», θὰ μᾶς πῇ, «Γιατί λοιπὸν δὲν ἐπιστέψατε σ᾽ αὐτόν;»,

26. ἐὰν δὲ ποῦμε, «Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους», φοβούμεθα τὸν λαόν, διότι ὅλοι ἔχουν τὸν Ἰωάννην γιὰ προφήτην».

27. Καὶ ἀπεκρίθησαν εἰς τὸν Ἰησοῦν, «Δὲν γνωρίζομεν». Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Οὔτε καὶ ἐγὼ σᾶς λέγω μὲ ποιάν ἐξουσίαν κάνω αὐτά».

28. «Ἀλλὰ τί νομίζετε περὶ τούτου; Ἕνας ἄνθρωπος εἶχε δύο παιδιά, καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ πρῶτον καὶ εἶπε, «Παιδί μου, πήγαινε σήμερα νὰ ἐργασθῇς εἰς τὸ ἀμπέλι».

29. Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη, «Δὲν θέλω». Ἀλλ᾽ ὕστερα μετανόησε καὶ ἐπῆγε.

30. Καὶ ἐπῆγε εἰς τὸν δεύτερον καὶ τοῦ εἶπε τὰ ἴδια. Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη, «Μάλιστα, κύριε», ἀλλὰ δὲν ἐπῆγε.

31. Ποιός λοιπὸν ἀπὸ τοὺς δύο ἔκανε τὸ θέλημα τοῦ πατέρα του;». Λέγουν εἰς αὐτόν, «Ὁ πρῶτος». Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς λέγει, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι πηγαίνουν πρὶν ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.

Κατα Ματθαιον 21