18. Ἦλθε δηλαδὴ ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος οὔτε τρώγει οὔτε πίνει, καὶ λέγουν, «Δαιμόνιον ἔχει».
19. Ἦλθε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος τρώγει καὶ πίνει καὶ λέγουν, «Νά, ἕνας ἄνθρωπος φαγᾶς καὶ κρασοπότης, φίλος τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν». Καὶ ἡ σοφία ἐπαληθεύθηκε ἀπὸ τὰ παιδιά της».
20. Τότε ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νὰ κατηγορῇ τὰς πόλεις, εἰς τὰς ὁποίας εἶχαν γίνει τὰ περισσότερα θαύματά του, διότι δὲν μετενόησαν.
21. «Ἀλλοίμονόν σου, Χοραζίν· ἀλλοίμονόν σου, Βηθσαϊδά· διότι ἐὰν τὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα ἔγιναν σ᾽ ἐσᾶς, εἶχαν γίνει εἰς τὴν Τύρον καὶ τὴν Σιδῶνα, θὰ εἶχαν δείξει μετάνοιαν πρὸ πολλοῦ, μὲ σάκκον καὶ στάκτην.
22. Ἐν τούτοις σᾶς λέγω, ἡ Τύρος καὶ ἡ Σιδὼν θὰ ὑποφέρουν πιὸ λίγο ἀπὸ σᾶς κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως.
23. Καὶ σὺ Καπερναούμ, ποὺ ὑψώθηκες ἕως τὸν οὐρανόν, θὰ καταβιβασθῇς ἕως τὸν ῞ᾼδην, διότι, ἐὰν εἰς τὰ Σόδομα εἶχαν γίνει τὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα ἔγιναν σ᾽ ἐσέ, θὰ παρέμεναν μέχρι σήμερον.