17. Καὶ ἐνῷ ἔβγαινε εἰς τὸν δρόμον, ἕνας ἔτρεξε νὰ τὸν πλησιάσῃ καί, γονατιστός, τὸν ἐρωτοῦσε, «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί νὰ κάνω διὰ νὰ κληρονομήσω ζωὴν αἰώνιον;».
18. Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Γιατί μὲ λὲς ἀγαθόν; Δὲν εἶναι κανεὶς ἀγαθὸς παρὰ μόνον ὁ Θεός.
19. Τὰς ἐντολὰς τὰς ξέρεις, Νὰ μὴ μοιχεύσῃς, νὰ μὴ φονεύσῃς, νὰ μὴ κλέψῃς, νὰ μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, νὰ μὴ ἐξαπατήσῃς, νὰ τιμᾷς τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου».