12. Ἦλθαν δὲ οἱ τελῶναι νὰ βαπτισθοῦν καὶ τοῦ εἶπαν, «Διδάσκαλε, τί νὰ κάνωμε;».
13. Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε, «Νὰ μὴ εἰσπράττετε τίποτε περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι σᾶς ἔχουν διατάξει».
14. Τὸν ἐρωτοῦσαν καὶ στρατιωτικοί, «Καὶ ἐμεῖς τί νὰ κάνωμε;». Εἰς αὐτοὺς εἶπε, «Κανένα νὰ μὴ ἐκβιάσετε οὔτε νὰ συκοφαντήσετε ἀλλὰ νὰ ἀρκῆσθε εἰς τὸν μισθόν σας».
15. Ἐπειδὴ ὁ κόσμος ἦτο ἐν ἀναμονῇ καὶ ὅλοι ἐσκέπτοντο μέσα τους διὰ τὸν Ἰωάννην, μήπως αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός,
16. εἶπε εἰς ὅλους ὁ Ἰωάννης, «Ἐγὼ σᾶς βαπτίζω μὲ νερό. Ἔρχεται ὅμως ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἰσχυρότερος ἀπὸ ἐμὲ καὶ τοῦ ὁποίου δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ λύσω τὸ λουρὶ ἀπὸ τὰ ὑποδήματά του. Αὐτὸς θὰ σᾶς βαπτίσῃ μὲ Πνεῦμα Ἅγιον καὶ φωτιά·
17. τὸ φτυάρι του εἶναι στὸ χέρι του διὰ νὰ καθαρίσῃ τὸ ἁλῶνι του καὶ νὰ μαζέψῃ τὸ σιτάρι εἰς τὴν ἀποθήκην του, τὸ δὲ ἄχυρο θὰ τὸ κάψῃ μὲ φωτιὰ ποὺ δὲν σβήνει».