34. καὶ νὰ λέγουν ὅτι ἀληθῶς ὁ Κύριος ἀναστήθηκε καὶ ἐμφανίσθηκε εἰς τὸν Σίμωνα.
35. Τότε αὐτοὶ διηγήθηκαν ὅσα συνέβησαν εἰς τὸν δρόμον καὶ πῶς τὸν ἀνεγνώρισαν ὅταν ἔκοβε τὸ ψωμί.
36. Ἐνῷ δὲ ἔλεγαν αὐτά, ὁ Ἰησοῦς ὁ ἴδιος ἐστάθηκε εἰς τὸ μέσον καὶ τοὺς λέγει, «Εἰρήνη ὑμῖν».
37. Καταληφθέντες δὲ ἀπὸ τρόμον καὶ φόβον, ἐνόμιζαν ὅτι βλέπουν φάντασμα.
38. Ἀλλ᾽ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Γιατί εἶσθε ταραγμένοι καὶ γιατί ἀνεβαίνουν σκέψεις στὶς καρδιές σας;
39. Ἰδέτε τὰ χέρια μου καὶ τὰ πόδια μου· εἶμαι ἐγὼ ὁ ἴδιος· ψηλαφίστε με καὶ ἰδέτε· ἕνα φάντασμα δὲν ἔχει σάρκα καὶ ὀστᾶ, ὅπως βλέπετε νὰ ἔχω ἐγώ».