24. διότι ὁ υἱός μου αὐτὸς ἤτανε νεκρὸς καὶ ἀνέζησε, ἤτανε χαμένος καὶ εὑρέθηκε». Καὶ ἄρχισαν νὰ εὐφραίνωνται.
25. Ὁ υἱός του ὅμως ὁ μεγαλύτερος ἤτανε στὸ χωράφι καὶ ὅταν ἐπέστρεφε, καθὼς ἐπλησίασε εἰς τὸ σπίτι, ἄκουσε μουσικὴν καὶ χορούς.
26. Ἐκάλεσε τότε ἕνα ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας καὶ ἐρώτησε τί ἐσήμαιναν αὐτά.