39. Καταλαβαίνετε ὅτι, ἐὰν ὁ οἰκοδεσπότης ἤξερε ποιάν ὥρα θὰ ἔλθῃ ὁ κλέπτης, θὰ ἀγρυπνοῦσε καὶ δὲν θὰ τὸν ἄφηνε νὰ διαρρήξῃ τὸ σπίτι του.
40. Νὰ εἶσθε λοιπὸν καὶ σεῖς ἕτοιμοι, διότι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται σὲ ὥραν ποὺ δὲν τὸν περιμένετε».
41. Ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε, «Κύριε, σ᾽ ἐμᾶς ἀπευθύνεις τὴν παραβολὴν αὐτὴν ἢ καὶ σ᾽ ὅλους;».
42. Ὁ Κύριος εἶπε, «Ποιός ἆραγε εἶναι ὁ ἔμπιστος καὶ φρόνιμος οἰκονόμος, τὸν ὁποῖον ὁ κύριος θὰ τοποθετήσῃ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ὑπηρετῶν του, διὰ νὰ τοὺς δίνῃ τὴν κανονισμένην μερίδα τροφῆς εἰς τὴν κατάλληλη ὥρα;
43. Μακάριος εἶναι ὁ δοῦλος ἐκεῖνος πού, ὅταν ἔλθῃ ὁ κύριος, θὰ τὸν βρῇ νὰ κάνῃ τὸ ἔργον του.
44. Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι θὰ τὸν καταστήσῃ διαχειριστὴν εἰς ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του.
45. Ἐὰν ὅμως πῇ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος μέσα του, «Βραδύνει νὰ ἔλθῃ ὁ κύριός μου» καὶ ἀρχίσῃ νὰ κτυπᾷ τοὺς ὑπηρέτας καὶ τὶς ὑπηρέτριες καὶ νὰ τρώγῃ καὶ νὰ πίνῃ καὶ νὰ μεθᾷ,