19. Δὲν σᾶς ἔδωκε ὁ Μωϋσῆς τὸν νόμον; Καὶ ὅμως κανεὶς ἀπὸ σᾶς δὲν ἐκτελεῖ τὸν νόμον. Διατί ζητᾶτε νὰ μὲ σκοτώσετε;».
20. Ἀπεκρίθη ὁ λαός, «Δαιμόνιον ἔχεις. Ποιός ζητᾶ νὰ σὲ σκοτώσῃ;».
21. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Ἕνα ἔργον ἔκανα καὶ εἶσθε ὅλοι κατάπληκτοι γι᾽ αὐτό.
22. Ὁ Μωϋσῆς σᾶς ἔδωκε τὴν περιτομήν — ὄχι ὅτι αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὸν Μωϋσῆν ἀλλ᾽ ἀπὸ τοὺς πατέρας — καὶ τὸ Σάββατον περιτέμνετε ἄνθρωπον.
23. Ἐὰν λοιπὸν ἕνας ἄνθρωπος περιτέμνεται τὸ Σάββατον, διὰ νὰ τηρηθῇ ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως, ὀργίζεσθε ἐναντίον μου διότι ὁλόκληρον ἄνθρωπον ἔκανα ὑγιῆ τὸ Σάββατον;