21. Ἤθελαν τότε νὰ τὸν παραλάβουν εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἀμέσως τὸ πλοιάριον ἔφθασε εἰς τὴν ξηράν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπήγαιναν.
22. Τὴν ἄλλην ἡμέραν ὁ κόσμος, ποὺ ἐστέκετο εἰς τὴν ἄλλην ὄχθην τῆς λίμνης, εἶδε ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἐκεῖ ἄλλο πλοιάριον παρὰ ἕνα, ἐκεῖνο, εἰς τὸ ὁποῖον ἐμπῆκαν οἱ μαθηταί του, καὶ ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε μπῆ εἰς τὸ πλοιάριον μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του ἀλλ᾽ ὅτι οἱ μαθηταί του εἶχαν ἀναχωρήσει μόνοι.
23. Ἦλθαν ὅμως ἄλλα πλοιάρια ἀπὸ τὴν Τιβεριάδα πλησίον εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἔφαγαν ψωμὶ μετὰ τὴν εὐχαριστήριον εὐχὴν τοῦ Κυρίου.
24. Ὅταν λοιπὸν ὁ λαὸς εἶδε ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἦτο ἐκεῖ οὔτε οἱ μαθηταί του, ἐμπῆκαν καὶ αὐτοὶ εἰς πλοιάρια καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Καπερναοὺμ καὶ ἀναζητοῦσαν τὸν Ἰησοῦν.
25. Καὶ ὅταν τὸν εὑρῆκαν εἰς τὴν ἀπέναντι ὄχθην τῆς λίμνης, τοῦ εἶπαν, «Ραββί, πότε ἦλθες ἐδῶ;».
26. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, μὲ ζητᾶτε ὄχι διότι εἴδατε θαύματα ἀλλὰ διότι ἐφάγατε ἀπὸ τὰ ψωμιὰ καὶ χορτάσατε.
27. Νὰ ἐργάζεσθε ὄχι διὰ τὴν τροφὴν τὴν φθαρτήν, ἀλλὰ διὰ τὴν τροφήν, ποὺ μένει εἰς ζωὴν αἰώνιον, τὴν ὁποίαν θὰ σᾶς δώσῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Διότι τοῦτον ὁ Πατέρας, ὁ Θεός, ἐσφράγισε».
28. Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν, «Τί πρέπει νὰ κάνωμε διὰ νὰ ἐργαζώμεθα τὰ ἔργα ποὺ ὁ Θεὸς θέλει;».
29. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Τοῦτο εἶναι τὸ ἔργον ποὺ θέλει ὁ Θεός, νὰ πιστεύετε εἰς αὐτὸν ποὺ ἔστειλε ἐκεῖνος».
30. Τότε τοῦ εἶπαν, «Τί σημεῖον λοιπὸν κάνεις, διὰ νὰ τὸ ἰδοῦμε καὶ νὰ σὲ πιστέψουμε; Ποιό εἶναι τὸ ἔργον ποὺ κάνεις;
31. Οἱ πατέρες μας ἔφαγαν τὸ μάννα εἰς τὴν ἔρημον καθὼς εἶναι γραμμένον, Ἄρτον ἀπὸ τὸν οὐρανὸν τοὺς ἔδωκε νὰ φάγουν».
32. Εἶπε εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, δὲν σᾶς ἔδωκε ὁ Μωϋσῆς τὸν ἄρτον ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀλλ᾽ ὁ Πατέρας μου σᾶς δίνει τὸν ἄρτον τὸν ἀληθινὸν ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
33. Διότι ὁ ἄρτος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ δίνει ζωὴν εἰς τὸν κόσμον».
34. Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν, «Κύριε, δός μας πάντοτε τὸν ἄρτον τοῦτον».
35. Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται σ᾽ ἐμὲ δὲν θὰ πεινάσῃ καὶ ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σ᾽ ἐμὲ δὲν θὰ διψάσῃ ποτέ.
36. Ἀλλ᾽ ὅπως σᾶς εἶπα, ἂν καὶ μὲ εἴδατε, ὅμως δὲν πιστεύετε.
37. Κάθε τι ποὺ μοῦ δίνει ὁ Πατέρας, θὰ ἔλθῃ σ᾽ ἐμὲ καὶ ἐκεῖνον ποὺ ἔρχεται σ᾽ ἐμὲ δὲν θὰ τὸν βγάλω ἔξω,
38. διότι κατέβηκα ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ὄχι διὰ νὰ κάνω τὸ θέλημα τὸ δικό μου ἀλλὰ τὸ θέλημα ἐκείνου ποὺ μὲ ἔστειλε.
39. Τοῦτο εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα μου, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλε, νὰ μὴ χάσω τίποτε ἀπὸ ὅ,τι μοῦ ἔχει δώσει ἀλλὰ νὰ τὸ ἀναστήσω τὴν ἐσχάτην ἡμέραν.