19. Ἔλαβε τότε ὁ Ἰησοῦς τὸν λόγον καὶ τοὺς εἶπε, «Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, δὲν μπορεῖ ὁ Υἱὸς νὰ κάνῃ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του τίποτε, παρὰ μόνον ὅ,τι βλέπει τὸν Πατέρα νὰ κάνῃ, διότι ἐκεῖνα ποὺ κάνει ἐκεῖνος, αὐτὰ ὁμοίως κάνει καὶ ὁ Υἱός.
20. Διότι ὁ Πατέρας ἀγαπᾶ τὸν Υἱὸν καὶ τοῦ δείχνει ὅλα ὅσα αὐτὸς κάνει καὶ θὰ τοῦ δείξῃ μεγαλύτερα ἔργα ἀπὸ αὐτὰ διὰ νὰ θαυμάζετε.
21. Ὅπως ὁ Πατέρας ἀνασταίνει τοὺς νεκροὺς καὶ τοὺς ζωοποιεῖ, ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς ἐκείνους ποὺ θέλει τοὺς ζωοποιεῖ.
22. Οὔτε δικάζει ὁ Πατέρας κανένα, ἀλλὰ ὅλην τὴν κρίσιν ἔδωκε εἰς τὸν Υἱὸν
23. διὰ νὰ τιμοῦν ὅλοι τὸν Υἱόν, καθὼς τιμοῦν τὸν Πατέρα. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν τιμᾶ τὸν Υἱόν, δὲν τιμᾶ τὸν Πατέρα ποὺ τὸν ἔστειλε.
24. Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἀκούει τὸν λόγον μου καὶ πιστεύει εἰς ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἔστειλε ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ δὲν μέλλει νὰ περάσῃ ἀπὸ κρίσιν ἀλλὰ ἔχει μεταβῆ ἀπὸ τὸν θάνατον εἰς τὴν ζωήν.