Κατα Ιωαννην 21:3-10 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

3. Ὁ Σίμων τοὺς λέγει, «Πηγαίνω νὰ ψαρέψω». «Ἐρχόμεθα καὶ ἐμεῖς μαζί σου», τοῦ λέγουν οἱ ἄλλοι. Ἐξεκίνησαν λοιπὸν καὶ ἐμπῆκαν ἀμέσως εἰς τὸ πλοιάριον, ἀλλὰ ἐκείνην τὴν νύχτα δὲν ἔπιασαν τίποτε.

4. Ὅταν πλέον ἔγινε πρωΐ, ὁ Ἰησοῦς στεκότανε στὴν ἀκρογιαλιά. Ἀλλ᾽ οἱ μαθηταὶ δὲν ἤξεραν ὅτι εἶναι ὁ Ἰησοῦς.

5. Τοὺς λέγει τότε ὁ Ἰησοῦς, «Παιδιά, μήπως ἔχετε κανένα προσφάγι;». Τοῦ ἀπεκρίθησαν, «Ὄχι».

6. Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε, «Ρίξτε τὸ δίχτυ εἰς τὸ δεξὶ μέρος τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρῆτε». Ἔρριξαν λοιπὸν καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ ἀνασύρουν ἐξ αἰτίας τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ τῶν ψαριῶν.

7. Λέγει τότε εἰς τὸν Πέτρον ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς, «Ὁ Κύριος εἶναι». Ὅταν ὁ Σίμων Πέτρος ἄκουσε ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, ἐζώσθηκε τὸ χιτῶνι, διότι ἦτο γυμνός, καὶ ρίχθηκε εἰς τὴν θάλασσαν.

8. Οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ ἦλθαν μὲ τὸ πλοιάριον σύροντες τὸ δίχτυ μὲ τὰ ψάρια, διότι δὲν ἦσαν μακρυὰ ἀπὸ τὴν ξηρὰν παρὰ περίπου διακόσιους πήχεις.

9. Μόλις ἀπεβιβάσθησαν εἰς τὴν ξηράν, βλέπουν ἀναμμένα κάρβουνα καὶ ἕνα ψάρι ἐπάνω σ᾽ αὐτά, καὶ ψωμί.

10. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς λέγει, «Φέρτε ἀπὸ τὰ ψάρια ποὺ ἐπιάσατε τώρα».

Κατα Ιωαννην 21