4. σηκώνεται ἀπὸ τὸ τραπέζι, βάζει κατὰ μέρος τὰ ἐξωτερικά του ἐνδύματα καὶ ἐπῆρε μιὰ ποδιὰ καὶ ἐζώσθηκε μ᾽ αὐτήν.
5. Ἔπειτα ἔβαλε νερὸ εἰς τὴν λεκάνη καὶ ἄρχισε νὰ πλένῃ τὰ πόδια τῶν μαθητῶν του καὶ νὰ τὰ σφογγίζῃ μὲ τὴν ποδιά, μὲ τὴν ὁποίαν ἦτο ζωσμένος.
6. Ἔρχεται καὶ εἰς τὸν Σίμωνα Πέτρον ἀλλ᾽ αὐτὸς τοῦ λέγει, «Κύριε, σὺ μοῦ πλένεις τὰ πόδια;».