19. Ἔγινε τότε πάλιν διχασμὸς μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων ἐξ ἀφορμῆς τῶν λόγων αὐτῶν.
20. Πολλοὶ ἀπ᾽ αὐτοὺς ἔλεγαν, «Ἔχει δαιμόνιον καὶ εἶναι ἔξω φρενῶν, τί τὸν ἀκοῦτε;».
21. Ἄλλοι ἔλεγαν, «Αὐτὰ δὲν εἶναι λόγια δαιμονισμένου. Μήπως μπορεῖ δαιμόνιον νὰ ἀνοίξῃ τὰ μάτια τυφλῶν;».
22. Ἑωρτάζετο τότε ἡ ἑορτὴ τῶν ἐγκαινίων εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἦτο χειμῶνας·
23. καὶ ὁ Ἰησοῦς περπατοῦσε εἰς τὸν ναόν, εἰς τὴν στοὰν τοῦ Σολομῶντος.
24. Τότε τὸν ἐκύκλωσαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Ἕως πότε θὰ μᾶς κρατᾷς σὲ ἀμφιβολίαν; Ἐὰν ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, νὰ μᾶς τὸ πῇς δημοσίᾳ».