11. Ἐγὼ εἶμαι ὁ βοσκὸς ὁ καλός. Ὁ βοσκὸς ὁ καλὸς θυσιάζει τὴν ζωήν του διὰ τὰ πρόβατα.
12. Ὁ μισθωτός, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι βοσκός, καὶ τὰ πρόβατα δὲν εἶναι δικά του, βλέπει τὸν λύκον νὰ ἔρχεται καὶ ἀφήνει τὰ πρόβατα καὶ φεύγει, καὶ ὁ λύκος τὰ ἁρπάζει καὶ τὰ σκορπίζει,
13. διότι εἶναι μισθωτὸς καὶ δὲν τὸν μέλει διὰ τὰ πρόβατα.
14. Ἐγὼ εἶμαι ὁ βοσκὸς ὁ καλὸς καὶ γνωρίζω τὰ δικά μου καὶ γνωρίζομαι ἀπὸ τὰ δικά μου
15. — ὅπως μὲ γνωρίζει ὁ Πατέρας καὶ γνωρίζω καὶ ἐγὼ τὸν Πατέρα — καὶ θυσιάζω τὴν ζωήν μου διὰ τὰ πρόβατα.