2. Καὶ εἶδα ἕναν ἄγγελον δυνατὸν νὰ φωνάζῃ μὲ δυνατὴν φωνήν, «Ποιός εἶναι ἄξιος νὰ ἀνοίξῃ τὸ βιβλίον καὶ νὰ λύσῃ τὶς σφραγῖδές του;».
3. Καὶ κανεὶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἢ εἰς τὴν γῆν ἢ κάτω ἀπὸ τὴν γῆν δὲν μποροῦσε νὰ ἀνοίξῃ τὸ βιβλίον ἢ νὰ τὸ βλέπῃ.
4. Ἐγὼ ἔκλαια πολύ, διότι δὲν εὑρέθηκε κανεὶς ἄξιος νὰ ἀνοίξῃ τὸ βιβλίον ἢ νὰ τὸ βλέπῃ.