1. Ὕστερα εἶδα καινούργιον οὐρανὸν καὶ καινούργιαν γῆν, διότι ὁ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἔφυγαν, καὶ ἡ θάλασσα δὲν ὑπάρχει πλέον.
2. Καὶ εἶδα τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν, τὴν νέαν Ἱερουσαλήμ, νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἀπὸ τὸν Θεόν, ἑτοιμασμένη σὰν νύμφη στολισμένη διὰ τὸν ἄνδρα της.
3. Καὶ ἄκουσα φωνὴν μεγάλην ἀπὸ τὸν οὐρανὸν νὰ λέγῃ, «Ἰδού, ἡ κατοικία τοῦ Θεοῦ εἶναι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων· θὰ κατοικήσῃ μαζί τους καὶ αὐτοὶ θὰ εἶναι λαός του καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς θὰ εἶναι μαζί τους.
4. Θὰ ἐξαλείψῃ ὁ Θεὸς κάθε δάκρυ ἀπὸ τὰ μάτια τους· ὁ θάνατος δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον, οὔτε πένθος, οὔτε κραυγή, οὔτε πόνος θὰ ὑπάρχῃ πλέον, διότι τὰ παλαιὰ παρῆλθαν».