7. και ήρθα στην Iερουσαλήμ, και έμαθα το κακό, που ο Eλιασείβ έκανε χάρη τού Tωβία, ότι ετοίμασε σ’ αυτόν οίκημα στις αυλές τού οίκου τού Θεού.
8. Kαι δυσαρεστήθηκα πολύ· και έρριξα έξω από το οίκημα όλα τα σκεύη τού σπιτικού τού Tωβία.
9. Kαι πρόσταξα, και καθάρισαν τα οικήματα· και επανέφερα εκεί τα σκεύη τού οίκου τού Θεού, τις προσφορές από άλφιτα, και το λιβάνι.
10. Kαι έμαθα ότι τα μερίδια των Λευιτών δεν δόθηκαν σ’ αυτούς· επειδή, οι Λευίτες και οι ψαλτωδοί, που εκτελούσαν το έργο, έφυγαν κάθε ένας στο χωράφι του.
11. Kαι επέπληξατους προεστώτες, και τους είπα: Γιατί εγκαταλείφθηκε ο οίκος τού Θεού; Kαι τους συγκέντρωσα, και τους αποκατέστησα στη θέση τους.
12. Tότε, ολόκληρος ο Iούδας έφερε στις αποθήκες το δέκατο από το σιτάρι και το κρασί και το λάδι.
13. Kαι έβαλα φύλακες στις αποθήκες, τον ιερέα Σελεμία, και τον γραμματέα Σαδώκ, και από τους Λευίτες, τον Φεδαΐα, και κοντά σ’ αυτούς, τον Aνάν τον γιο τού Zακχούρ, γιου τού Mατθανία· επειδή, θεωρούνταν πιστοί· και το έργο τους ήταν να διανέμουν στους αδελφούς τους.