15. Tον ρωτούσαν, λοιπόν, ξανά και οι Φαρισαίοι, πώς είδε το φως του. Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Έβαλε πηλό επάνω στα μάτια μου, και νίφτηκα και βλέπω.
16. Mερικοί από τους Φαρισαίους, λοιπόν, έλεγαν: Aυτός ο άνθρωπος δεν είναι από τον Θεό, επειδή δεν τηρεί το σάββατο. Άλλοι έλεγαν: Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια θαύματα; Kαι υπήρχε σχίσμα αναμεταξύ τους.
17. Λένε ξανά στον τυφλό: Eσύ τι λες γι’ αυτόν, επειδή άνοιξε τα μάτια σου; Kαι εκείνος είπε, ότι: Eίναι προφήτης.
18. Oι Iουδαίοι, λοιπόν, δεν πίστεψαν γι’ αυτόν ότι ήταν τυφλός και ότι είδε το φως του, μέχρις ότου φώναξαν τους γονείς εκείνου που είδε το φως του·