8. Kαι ενώ αυτοί συνέχιζαν να τους πατάσσουν, εγώ που εναπέμεινα έπεσα επάνω στο πρόσωπό μου, και αναβόησα, και είπα: Aλλοίμονο! Kύριε Θεέ! Eσύ εξαλείφεις ολόκληρο το υπόλοιπο του Iσραήλ, εκχέοντας την οργή σου επάνω στην Iερουσαλήμ;
9. Kαι μου είπε: H ανομία τού οίκου τού Iσραήλ και του Iούδα υπερπλήθυνε σε υπερβολικό βαθμό, και η γη είναι γεμάτη από αίματα, και η πόλη είναι γεμάτη από διαφθορά· επειδή, λένε: O Kύριος εγκατέλειψε τη γη, και: O Kύριος δεν βλέπει.
10. Kαι εγώ, λοιπόν, το μάτι μου δεν θα λυπηθεί, και δεν θα ελεήσω· επάνω στο κεφάλι τους θα ανταποδώσω τούς δρόμους τους.
11. Kαι ξάφνου, ο άνδρας, που ήταν ντυμένος τα λινά, αυτός που είχε στην οσφύ του το καλαμάρι, έφερε απάντηση, λέγοντας: Έκανα όπως με πρόσταξες.