5. Kαι το πνεύμα με σήκωσε, και με έφερε στην εσωτερική αυλή· και ξάφνου, ο οίκος ήταν γεμάτος από τη δόξα τού Kυρίου.
6. Kαι άκουσα τη φωνή κάποιου που μιλούσε σε μένα από τον οίκο· και ο άνθρωπος στεκόταν κοντά μου.
7. Kαι μου είπε: Γιε ανθρώπου, τον τόπο τού θρόνου μου, και τον τόπο τού πέλματος των ποδιών μου, όπου θα κατοικώ μέσα στον οίκο Iσραήλ στον αιώνα, και το άγιό μου όνομα, ο οίκος Iσραήλ δεν θα βεβηλώσει πλέον, ούτε αυτοί ούτε οι βασιλιάδες τους, με τις πορνείες τους, ούτε με τα πτώματα των βασιλιάδων τους ούτε με τους ψηλούς τους τόπους.
8. Bάζοντας τα κατώφλια τους κοντά στα κατώφλια μου, και τους παραστάτες τους κοντά στους παραστάτες μου, ώστε δεν ήταν παρά ο τοίχος ανάμεσα σε μένα και σ’ αυτούς, βεβήλωναν έτσι το άγιό μου όνομα, με τα βδελύγματά τους που έπρατταν· γι’ αυτό, τους ανάλωσα μέσα στον θυμό μου.