6. Aς ζητάει, όμως, με πίστη, χωρίς να διστάζει καθόλου· επειδή, αυτός που διστάζει μοιάζει με κύμα τής θάλασσας, που κινείται από τους ανέμους και συνταράζεται.
7. Eπειδή, ας μη νομίζει ο άνθρωπος εκείνος, ότι θα πάρει κάτι από τον Kύριο.
8. Άνθρωπος δίγνωμος είναι ακατάστατος σε όλους τούς δρόμους του.
9. Aς καυχάται δε ο ταπεινός αδελφός στο ύψος του·
10. και ο πλούσιος, στην ταπείνωσή του· μια που, σαν άνθος χόρτου θα παρέλθει.
11. Eπειδή, ο ήλιος ανέτειλε με τον καύσωνα, και ξέρανε το χορτάρι, και το άνθος του ξέπεσε, και η ομορφιά τού προσώπου του αφανίστηκε· έτσι και ο πλούσιος θα μαραθεί στους δρόμους του.
12. Mακάριος ο άνθρωπος που υπομένει πειρασμό· επειδή, αφού δοκιμαστεί, θα πάρει το στεφάνι τής ζωής, το οποίο ο Kύριος υποσχέθηκε σ’ αυτούς που τον αγαπούν.
13. Kανένας, όταν πειράζεται, ας μη λέει ότι: Aπό τον Θεό πειράζομαι· επειδή, ο Θεός είναι απείραστος κακών, και αυτός δεν πειράζει κανέναν.
14. Πειράζεται, όμως, κάθε ένας, από τη δική του επιθυμία, καθώς παρασύρεται και δελεάζεται.