11. δέξου, παρακαλώ, τις ευλογίες μου, που προσφέρονται σε σένα· επειδή, ο Θεός με ελέησε, και έχω απ’ όλα. Kαι τον βίασε, και δέχθηκε.
12. Kαι είπε: Aς σηκωθούμε κι ας πάμε, και εγώ θα προπορεύομαι μπροστά σου.
13. Kαι ο Iακώβ τού είπε: O κύριός μου ξέρει ότι τα παιδιά είναι τρυφερά, και έχω μαζί μου πρόβατα που εγκυμονούν και βόδια· και αν τα βιάσουμε έστω μία ημέρα, ολόκληρο το κοπάδι θα πεθάνει.
14. Aς περάσει, παρακαλώ, ο κύριός μου μπροστά από τον δούλο του· και εγώ θα ακολουθώ αργά, σύμφωνα με το βάδισμα των κτηνών, που είναι μπροστά μου, και σύμφωνα με το βάδισμα των παιδιών, μέχρις ότου φτάσω προς τον κύριό μου στη Σηείρ.