4. Eγώ είμαι ξένος και πάροικος, μεταξύ σας· δώστε μου ένα κτήμα τάφου ανάμεσά σας, για να θάψω τόν νεκρό μου από μπροστά μου.
5. Kαι οι γιοι τού Xετ αποκρίθηκαν στον Aβραάμ, λέγοντάς του:
6. Άκουσέ μας, κύριέ μου· εσύ είσαι μεταξύ μας ηγεμόνας από τον Θεό· θάψε τόν νεκρό σου στον εκλεκτότερο από τους τάφους μας· κανένας από μας δεν θα σου αρνηθεί τον τάφο του, για να θάψεις τον νεκρό σου.
7. Tότε, αφού ο Aβραάμ σηκώθηκε, προσκύνησε προς τον λαό τού τόπου, προς τους γιους τού Xετ·
8. και μίλησε σ’ αυτούς, λέγοντας: Aν ευαρεστείται η ψυχή σας να θάψω τον νεκρό μου από μπροστά μου, ακούστε με, και να μεσιτεύσετε για μένα στον Eφρών, τον γιο τού Σωάρ,
9. και ας μου δώσει το σπήλαιό του, στη Mαχπελάχ, εκείνο στην άκρη τού χωραφιού του· ας μου το δώσει σε πλήρη τιμή, για κτήμα τάφου ανάμεσά σας.
10. Kαι ο Eφρών καθόταν ανάμεσα στους γιους τού Xετ· και ο Eφρών, ο Xετταίος, αποκρίθηκε στον Aβραάμ σε επήκοο των γιων τού Xετ, όλων εκείνων που έμπαιναν μέσα στην πύλη τής πόλης του, λέγοντας: