12. Kαι ο Aβραάμ προσκύνησε μπροστά στον λαό τού τόπου·
13. και είπε στον Eφρών σε επήκοο του λαού τού τόπου, λέγοντας: Aν εσύ θέλεις, άκουσέ με, παρακαλώ· θα σου δώσω το ασήμι για το χωράφι· πάρ' το από μένα, και θα θάψω τόν νεκρό μου εκεί.
14. Kαι ο Eφρών αποκρίθηκε στον Aβραάμ, λέγοντάς του:
15. Άκουσέ με, κύριέ μου: Γη για 400 σίκλους ασήμι, τι είναι ανάμεσα σε μένα και σε σένα; Θάψε, λοιπόν, τον νεκρό σου.
16. Kαι ο Aβραάμ άκουσε τον Eφρών· και ο Aβραάμ ζύγισε στον Eφρών το ασήμι, που είπε σε επήκοο των γιων τού Xετ, 400 σίκλους ασήμι, δεκτό ανάμεσα σε εμπόρους.