7. Kαι το μάννα ήταν σαν τον σπόρο τού κοριάνδρου, και το χρώμα του σαν το χρώμα τού βδέλλιου.
8. Oλαός περιφερόταν μαζεύοντάς το, και το άλεθαν σε μύλο ή το κοπάνιζαν σε γουδί, και το έψηναν σε χύτρα, και έκαναν απ’ αυτό ψωμιά στη στάχτη· και η γεύση του ήταν σαν γεύση λαγάνας από λάδι.
9. Kαι όταν κατέβαινε η δροσιά στο στρατόπεδο τη νύχτα, έπεφτε και το μάννα επάνω σ’ αυτή.
10. Kαι ο Mωυσής άκουσε τον λαό να κλαίει στις συγγένειές τους, τον κάθε έναν στη θύρα τής σκηνής του· και η οργή τού Kυρίου άναψε υπερβολικά· και τούτο φάνηκε κακό και στον Mωυσή.
11. Kαι ο Mωυσής είπε στον Kύριο: Γιατί ταλαιπώρησες τον δούλο σου; Kαι γιατί δεν βρήκα χάρη μπροστά σου, ώστε έβαλες επάνω μου το φορτίο ολόκληρου αυτού του λαού;